μυοσωτίς

μυοσωτίς
μυοσωτίς, ίδος, , also [full] μυὸς ὦτα,
A madwort, Asperugo procumbens, Dsc.2.183.
II = ἀλσίνη, Dsc.-Dsc.4.86; also μυόσωτον, ibid., and [full] μυὸς ὦτα, Dsc.4.86.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μυοσωτίς — madwort fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυοσωτίς — η (Α μυοσωτίς, ίδος) νεοελλ. βοτ. γένος ποωδών μονοετών ή πολυετών φυτών με μεμονωμένα φύλλα και με άνθη γαλάζια ή λευκά και ρόδινα, αρκετά είδη τού οποίου απαντούν στην Ελλάδα και είναι γνωστά με την ονομασία μη με λησμόνει αρχ. 1. το ζιζάνιο… …   Dictionary of Greek

  • μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …   Dictionary of Greek

  • miosotis — (del lat. «myosōtis», del gr. «myosōtís», oreja de ratón; Myosotis arvensis) f. *Planta borraginácea de hojas suavemente vellosas, de pequeñas flores azules con una estrella amarilla en el centro, consideradas tradicionalmente como símbolo de… …   Enciclopedia Universal

  • μη μέ λησμόνει — Κοινή ονομασία του είδους Myosotis scorpioides. Βλ. λ. μυοσωτίδα. * * * το κοινή ονομασία τών ειδών τού γένους φυτών μυοσωτίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ονομασία προέρχεται από μετφρ. τού γαλλ. ne m οublie pas (πρβλ. και αγγλ. forget me not)] …   Dictionary of Greek

  • μυρτόσπληνον — μυρτόσπληνον, τὸ (Α) μυοσωτίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + σπλην, σπληνός] …   Dictionary of Greek

  • μυόσωτον — μυόσωτον, τὸ (Α) το ποώδες φυτό αλσίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μυοσωτίς κατά τα ουδ. σε ον] …   Dictionary of Greek

  • miosotis — (Del lat. myosōtis, y este del gr. μυοσωτίς, oreja de ratón). f. raspilla …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”